- τυροφόρος
- -ον, Ατυρόνωτος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + -φόρος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τυροφόρον — τῡροφόρον , τυροφόρος with cheese on it masc/fem acc sg τῡροφόρον , τυροφόρος with cheese on it neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυροφορείον — τὸ, Α [τυροφόρος] ξύλινη σανίδα ή ράβδος στην οποία κρεμούσαν πλεκτά καλάθια με νωπό τυρί για να τό στραγγίσουν … Dictionary of Greek
τυρός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (57 τ. χλμ.). Ο οικισμός Τυρός. * * * ο, ΝΜΑ το τυρί νεοελλ. φρ. «μεταξύ τυρού και αχλαδιού» α) κατά το επιδόρπιο β) συνεκδ.… … Dictionary of Greek